- αναμπάμπουλα
- και αναμπούμπουλα και αλαμπάμπουλα επίρρ.1. χωρίς τάξη, άτακτα, όπως τύχει2. απερίσκεπτα3. αμέριμνα, ατάραχα, ήρεμα4. αντίξοα, «ανάποδα», άβολα5. (για ανώμαλες καταστάσεις) φύρδην-μίγδην, άνω-κάτω6. θορυβωδώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Το πρώτο συνθετ. τής λ. είναι η πρόθ. ανα-*, αλλά το δεύτερο είναι άγνωστο. Κατά τον Κοραή η λ. προέρχεται από το άλλα πάμπολλα, ενώ σύμφωνα με άλλη άποψη από το Βενετ. ala babala ή ala babula. Το τουρκ. anababola μάλλον από το ελλην.ΠΑΡ. αναμπουμπούλα].
Dictionary of Greek. 2013.